- σοφράν
- το, Νβλ. σοβράνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σοβράνος — α, ο, ουδ. και σοφράν Ν 1. αυτός που παρουσιάζει μέτωπο προς άνεμο προσήνεμος 2. (η αιτ. ουδ. ως επίρρ.) σοβράνο προς τη μεριά τού ανέμου, σε αντιδιαστολή με το σταβέντο 3. φρ. α) «παίρνω τα σοβράνα» πηγαίνω προς τη μεριά που πνέει ο άνεμος β)… … Dictionary of Greek